ὀλοόφρων

ὀλοόφρων
ὀλοόφρων, ονος, , , ([etym.] ὀλοός, φρήν)
A meaning mischief, baleful (so always in Il.),

ὕδρος 2.723

;

λέων 15.630

;

σῦς κάπρος 17.21

; but
II in Od., crafty, sagacious, of persons,

Ἄτλας 1.52

;

Αἰήτης 10.137

;

Μίνως 11.322

. (Sense 11 is derived from sense 1, cf. the signf. of δαΐφρων and δεινός ; expld. by Cleanth.Stoic.1.125
by ὁ ὑπὲρ ὅλων φρονῶν, i. e. ὁλο-.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολοόφρων — ὀλοόφρων και οὐλοόφρων όνος, ὁ, ἡ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.) 2. οξύνους, μυαλωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • ὀλοόφρων — meaning mischief masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοόφρονα — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοόφρονας — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοόφρονος — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АТЛАС —     I.    • Atlas,           Άτλας, т. е. Adtla, «снежные горы», значительные горы Африки вдоль западной части северного берега Мавритании. Геродот в одном месте (4, 184) определяет положение их на юго запад от Малой Сирты (на 20 дней пути от… …   Реальный словарь классических древностей

  • АТЛАС, АТЛАНТ — •Atlas, Άτλας, (от α τλη̃ναι), "мощный носитель", титан, сын титана Япета (см. Iapetus) и Климены или Асии, брат Менойтия, Прометея и Эпиметея. Hesiod. theog. 507 …   Реальный словарь классических древностей

  • ολοφρονώ — ὀλοφρονῶ, έω (Α) είμαι δόλιος, απατεώνας, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός* (ΙΙ) «ολέθριος» + φρονῶ (< φρων < φρήν, φρενός) ή < *ὀλοοφρονῶ < ὀλοόφρων, με σίγηση τού φωνήεντος ο ] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”